σιωπήσῃ

σιωπήσῃ
σιωπήσηι , σιώπησις
taciturnity
fem dat sg (epic)
σιωπάω
keep silence
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
σιωπάω
keep silence
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
σιωπάω
keep silence
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιώπηση — η / σιώπησις, ήσεως, ΝΑ [σιωπῶ] νεοελλ. 1. σιωπή, σιγή 2. επιβολή σιωπής 3. αποσιώπηση αρχ. 1. η συνήθεια τού να είναι κανείς σιωπηλός, σιωπηλότητα 2. μτφ. προκάλυμμα που αποσκοπεί στην απόκρυψη τής πραγματικότητας, πέπλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”